durée | |
ел. | χρόνος λειτουργίας; χρονική διαδικασία; καθυστέρηση μετάδοσης |
комп., Майкр. | διάρκεια |
D* | |
зв’яз. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
enclenchement | |
ел. | ζεύξη; κλείσιμο |
| |||
χρόνος λειτουργίας; χρονική διαδικασία; καθυστέρηση μετάδοσης | |||
διάρκεια | |||
διάρκεια ζωής |
duree d: 219 фраз в 32 тематиках |