СловникиФорумКонтакти

   Французька
Google | Forvo | +
до фраз
clawback m
проц.пр. υποχρέωση επιστροφής ή υπολογισμού δωρεών, γονικών παροχών ή κληροδοτημάτων; απόδοση των κτηθέντων αιτία δωρεάς
"clawback" m
с/г. ρήτρα έμμεσης επανείσπραξης
clawback: 2 фрази в 1 тематиці
Фінанси2