СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Google | Forvo | +
іменник | дієслово | до фраз
undercut ['ʌndə'kʌt] імен.
ел. υποχάραξη
маш. υποκοπή
маш., буд. ξεμικάρισμα συλλέκτη
мет. κάψιμο μετάλλου βάσεως; μηχανική εντομή
мет., маш. διεύρυνση από κάτω; προεξοχή στο πίσω μέρος του καλουπιού
пром., буд. αρνητική κλίση
с/г. τομή ρίψεως; υποτομή
тех. δόντι ?
undercutting дієсл.
буд. υποσκαφή
ел. χάραξη του υποστρώματος
мед.біол., буд. αναποδιστική διάβρωσις
мет. εσωτερική διάβρωση
с/г. περιμετρική καταστροφή ριζιδίων
undercut: 12 фраз в 8 тематиках
Довкілля1
Електроніка1
Землезнавство2
Машинобудування2
Металургія1
Політика1
Торгівля2
Хімія2