| |||
έργα απόληψης; εκκένωση | |||
στόμιο | |||
σημείο απαγωγής; σημείο επιστροφής | |||
στόμιο κατάθλιψης | |||
εξαγωγή; οχετός εξόδου; μηχανισμός απόκλισης; αγωγός εξόδου; αγωγός εξαγωγής; διανομέας; εκτροπέας; κανάλι εξόδου; κανάλι εξαγωγής; οχετός εξαγωγής | |||
υδροληψία διανομής | |||
αποδέκτης | |||
οπή σωλήνα μικρού διαμετρήματος | |||
έξοδος; διώρυγα εκφόρτωσης | |||
μίξοδος; αποχετευτική οπή διπυθμένων | |||
στόμιο εξόδου | |||
| |||
στόμια/έξοδοι οξυγόνου | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
otl | |||
| |||
connector (MichaelBurov); telecom jack (MichaelBurov); telecommunications connector (MichaelBurov); telecommunications jack (MichaelBurov); telecommunications outlet (MichaelBurov) |
outlet: 292 фрази в 27 тематиках |