СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Google | Forvo | +
millings імен.
мет. απόβλητο κοπής
тех., мет. φρέζες; λίμες; ρινίσματα λίμανσης; ρινίσματα τόρνου; ρινίσματα φρέζας; τόρ νοι