insert | |
зв’яз. | ένθετο; συμπλήρωμα |
комп., Майкр. | εισαγωγή |
ліс. | παρεμβάλλω |
матеріалозн. маш. | γαρνιτούρα; επένδυση; επικάλυψη |
мет. маш. | επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας |
code | |
мед. | κώδικας |
| |||
εισάγω | |||
ένθετο; συμπλήρωμα | |||
εισαγωγή (A mode in which any data to the right of the cursor is moved to the right as you type) | |||
παρεμβάλλω | |||
γαρνιτούρα; επένδυση; επικάλυψη | |||
εισάγω εισήγαγα; ενθέτω ενέθεσα; εντεθειμένος; παρεμβάλλω παρενέβαλα; παρεμβεβλημένος | |||
ένθεμα | |||
επίστρωμα άκρου ηλεκτροδίου; επίστρωμα σιαγόνων στερέωσης; ένθετη μήτρα σφυρηλασίας | |||
επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας; επαναχρησιμοποιούμενο κοπτικό πλακίδιο | |||
παρέμβλημα | |||
ένθετη διαγράμμιση | |||
| |||
καταχωρώ; χώνω | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
A close-up shot of an object, often produced by the second unit. The term probably came about to reflect the fact that this shot will be "inserted" into the final version of the movie during editing. |
insert: 89 фраз в 18 тематиках |