![]() |
Injection | |
заг. | Ενέσιμο |
injection | |
мед. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
хім. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
test | |
мед. | δοκιμάζω δοκίμασα |
| |||
ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών | |||
εισαγωγή δείγματος με έγχυση | |||
| |||
ενιέμενες ουσίες; ενέσεις | |||
| |||
Ενέσιμο | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
inject | |||
inj. | |||
inj | |||
A general term for attack types which consist of injecting code that is then interpreted/executed by the application. (OWASP) |
injection test: 1 фраза в 1 тематиці |
Промисловість | 1 |