СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Google | Forvo | +
imposing stone [ɪm'pəuzɪŋstəun]
зв’яз. κομμάτια που διατηρούνται και μετά την εκτύπωση; μάρμαρο; μαρμάρινη πλάκα πιεστηρίου