exposure | |
довк. | Έκθεση; έκθεση |
ел. | γειτνίαση |
мед. | έκθεση; χρονική διάρκεια της έκθεσης |
мед.біол. | προσβολή |
мист. природозн. | εικόνα |
ох.здор. | έκθεσις; επίδειξις; ποσότης εκθέσεως |
latitude | |
геогр. | πλάτος |
| |||
Έκθεση | |||
γειτνίαση | |||
έκθεση; χρονική διάρκεια της έκθεσης; έκθεση σε ακτινοβολία | |||
προσβολή | |||
εικόνα | |||
έκθεσις; επίδειξις; ποσότης εκθέσεως | |||
Τοποθέτηση | |||
άνοιγμα; ανάληψη κινδύνων | |||
| |||
έκθεση | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
exp | |||
expos. | |||
ex; expsr | |||
The potential loss to an area due to the occurrence of an adverse event |
exposure: 426 фраз в 30 тематиках |