СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Google | Forvo | +
до фраз
dropout ['drɔp'aut] імен.
ек. διακοπή της σχολικής φοίτησης
мед., фарма. εγκατάλειψη θεραπείας
осв., суспільс. άτομο που εγκαταλείπει πρόωρα το σχολείο
стат. εγκατάλειψη
IT, тех. απώλεια δεδομένων
dropout: 3 фрази в 2 тематиках
Інформаційні технології2
Освіта1