containment | |
бухг. ел. | περιορισμός |
довк. | συγκράτηση |
ел. | στεγανή ζώνη |
землезн. | εγκλωβισμός του πλάσματος; παγίδευση πλάσματος; περιορισμός του πλάσματος |
матеріалозн. ел. | αποθήκη; αποθηκευτικός χώρος |
мед. | καραντίνα σε περιφερειακό επίπεδο; λοιμοκάθαρση σε περιφερειακό επίπεδο |
rupture | |
прир.науки с/г. | διάρρηξη |
| |||
περιορισμός | |||
συγκράτηση; Προστατευτικό περίβλημα στην πυρηνική βιομηχανία; συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμός | |||
στεγανή ζώνη | |||
εγκλωβισμός του πλάσματος; παγίδευση πλάσματος; περιορισμός του πλάσματος | |||
αποθήκη; αποθηκευτικός χώρος | |||
καραντίνα σε περιφερειακό επίπεδο; λοιμοκάθαρση σε περιφερειακό επίπεδο | |||
προστατευτικό περίβλημα; κέλυφος απομόνωσης | |||
| |||
εγκλωβισμός | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
Actions taken to limit exposure after an incident has been identified and confirmed |
containment: 132 фрази в 21 тематиці |