capacitance | |
ел. | ηλεκτρική χωρητικότητα |
resistance | |
довк. | ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα |
мед. | αντοχή στα αντιμικροβιακά; ανθεκτικότητα; αντοχή; αντίσταση; μικροβιακή αντοχή |
прир.науки | ανεκτικότητα |
| |||
ηλεκτρική χωρητικότητα | |||
χωρητικότητα | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
cap | |||
c |
capacitance resistance: 3 фрази в 2 тематиках |
Зв’язок | 1 |
Інформаційні технології | 2 |