Automatic | |
комп., Майкр. | Αυτόματο |
automatic | |
заг. | αυτόματη; αυτόματο |
комп., Майкр. | αυτόματος |
functional test | |
заг. | δοκιμή λειτουργίας; λειτουργική δοκιμή; τεστ λειτουργίας |
комп., Майкр. | λειτουργική δοκιμή |
яд.фіз. | δοκιμή ικανότητας λειτουργίας |
AND | |
комп., Майкр. | λογικό ΚΑΙ |
evaluation | |
довк. | αξιολόγηση; αποτίμηση; εκτίμηση |
ек. | εκτίμηση |
обр.дан. | αποτίμηση |
стат. | ανάλυση |
routine | |
заг. | τακτική; τακτικό; τακτικός |
ліс. | συνήθης διαδικασία |
| |||
αυτόματη; αυτόματο n | |||
αυτόματος (Pertaining to something that functions without external control) | |||
αυτόματος | |||
| |||
Αυτόματο n (The name of a device profile that handles incoming calls by switching between the Normal profile and the Meeting profile when the calendar indicates that the current time is busy) | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
combustion control |
automatic : 24 фрази в 3 тематиках |
Електроніка | 11 |
Зв’язок | 9 |
Інформаційні технології | 4 |