СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Google | Forvo | +
androgyny [æn'drɔtʤɪnɪ] імен.
мед. ψευδερμαφροδιτισμός; αδρογυνία; ανδρογυνισμός
прав.люд. ανδρογυνία