СловникиФорумКонтакти

Google | Forvo | +
Standardized
 standardize
мед. προτυποποιώ προτυποποίησα; τυποποιώ τυποποίησα
| Monitoring
 monitoring
заг. συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση
довк. παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος
мед. έλεγχος; παρακολούθηση
тех. маш. επιτήρηση
| and
 AND
комп., Майкр. λογικό ΚΑΙ
| Assessment
 assessment
заг. αξιολόγηση
бухг. απoτίμηση
довк. αποτίμηση; αξιολόγηση; εκτίμηση
ек. έλεγχος των γνώσεων
ліс. Απογραφή του δάσους
мед. καθορισμός; εκτίμηση
юр. фін. καθορισμός φόρου
| of
 of
заг. από
| Relief
 relief
заг. βοήθεια,αρωγή
довк. διαμόρφωση εδάφους; ανάγλυφο του εδάφους
марк. φορολογική έκπτωση
маш. ελικοειδής λέπτυνση κεφαλών κοπτικών οδόντων
мед.біол. τοπογραφία; ανάγλυφη μορφολογία; ανάγλυφο του εδάφους
мед.біол. ел. ανάγλυφο εδάφους
суспільс. κοινωνική βοήθεια
| and
 AND
комп., Майкр. λογικό ΚΑΙ
| Transitions
 transition
ел. μεταβατική ζεύξη
комп., Майкр. εναλλαγή
маш. μετάβασις
мед. μετάβαση; μετάπτωση
прав.люд. мед. психол. επαναπροσδιορισμός φύλου
- знайдено окремі слова

до фраз

standardize

['stændədaɪz] дієсл.
мед. προτυποποιώ προτυποποίησα; τυποποιώ τυποποίησα
to standardize ['stændədaɪz] дієсл.
IT κανονικοποιώ
Standardized
: 40 фраз в 12 тематиках
Документообіг1
Зв’язок2
Землезнавство3
Інформаційні технології4
Маркетинг1
Матеріалознавство2
Медицина7
Металургія2
Охорона здоров’я2
Статистика10
Техніка1
Фінанси5

Додати | Повідомити про помилку | Коротке посилання