Community | |
комп., Майкр. | Κοινότητα |
community | |
довк. | Κοινότητα |
комп., Майкр. | κοινότητα |
мед. | κοινότητα |
мед.біол. довк. прир.рес. | οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών |
help | |
заг. | διευκολύνω |
adult | |
мед. | ενήλικος |
in need | |
юр. | κατάσταση ανάγκης |
| |||
Κοινότητα | |||
κοινότητα (The collective of people who interact through or use online resources) | |||
κοινότητα | |||
οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών | |||
κοινότης | |||
| |||
Κοινότητα (A site template that is designed to create an online community where people come together to share ideas or get answers to their questions) | |||
Англійський тезаурус | |||
| |||
European Community (raf) |
Communities: 1221 фраза в 62 тематиках |