СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Google | Forvo | +
Associate
 associate
заг. συνεταίρος; συνεργάζομαι
бухг. συγγενής επιχείρηση
зв’яз. συσχετίζω; σχετίζω
комп., Майкр. συσχέτιση
страх. αλληλασφαλιζόμενος
IT συσχετίζω; σχετίζω
| of
 of
заг. από
| the
 the
заг. ή
Institute | of
 of
заг. από
| Chemistry
 chemistry
мед. χημεία
- знайдено окремі слова

дієслово | прикметник | до фраз
associate [ə'səuʃɪeɪt] дієсл.
заг. συνεταίρος; συνεργάζομαι
associates дієсл.
с/г. είδος εν μείξει
associate [əˈsəʊʃ ɪ ət, əˈsəʊsɪət] прикм.
бухг. συγγενής επιχείρηση
комп., Майкр. συσχέτιση (To link a document, file, task, or link with a To Do)
страх. αλληλασφαλιζόμενος
IT συσχετίζω; σχετίζω
to associate [əˈsəʊʃ ɪ ət, əˈsəʊsɪət] прикм.
зв’яз. συσχετίζω; σχετίζω
Associate of the: 5 фраз в 3 тематиках
Освіта2
Політика1
Юридична лексика2