СловникиФорумКонтакти

   Данська
Google | Forvo | +
до фраз
planke імен.
дерев. μαδέρι
матеріалозн. πλαίσιο; πανό; πλάκα
пром., буд. στενή και χοντρή σανίδα
с/г., пром., буд. Πριστή ξυλεία κωνοφόρων; χονδροσανίς
трансп. σανίδα
planker імен.
с/г., пром., буд. φαρδιά χονδροσανίς; ξυλεία πριστή εις πλάκας
трансп., буд. δάπεδο από μαδέρια
planke: 2 фрази в 2 тематиках
Загальна лексика1
Сільське господарство1