СловникиФорумКонтакти

   Данська
Google | Forvo | +
до фраз
lagerbeholdning імен.
довк. απόθεμα εμπόριο
марк. αξίες προς εκμετάλλευση
матеріалозн. αποθέματα αποθήκης
lagerbeholdninger імен.
бухг. αποθέματα παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων
марк., фін. αποθέματα; αποθεματικά
lagerbeholdning: 4 фрази в 3 тематиках
Маркетинг1
Сільське господарство2
Фінанси1