СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Испанский Греческий
Google | Forvo | +
Convenio
 convenio
общ. Σύμβαση
окруж. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
юр. διευθέτηση; διακανονισμός
establecido | sobre
 sobre
комп., Майкр. πληροφορίες; φάκελος
| la
 Ello
мед. αυτό
| base
 base
трансп. маш. βάση στήριξης
del | articulo
 artículo
лес. αντικείμενο
| K
 K
окруж. хим. Κ
| 3
 3-
хим. 3- -καμφορά
del | Tratado de la Union Europea
 Tratado de la Unión Europea
эк. συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
| relativo
 relativo
мат. πηλίκο ή λόγος
al pro
- найдены отдельные слова

к фразам
convenio m
общ. Σύμβαση
окруж. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
юр. διευθέτηση; διακανονισμός
юр., труд.прав. συμφωνία; σύμφωνο
Convenio establecido sobre la base del articulo K.3 del Tratado de la Union Europea, relativo al: 1 фраза в 1 тематике
Уголовное право1