СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Испанский Греческий
Google | Forvo | +
canal
 Canal
комп., Майкр. Κανάλι
 canal
комп., Майкр. κανάλι
окруж. πλωτή οδός; διάρρους; υδαταγωγός; υδατόρρευμα
пром. стр. мет. διώρυγα
трансп. αυλάκι
| T
 t
тех. τόννος
- найдены отдельные слова

к фразам
canal m
ИТ. διόδευση
ИТ., тех. ίχνος
комп., Майкр. κανάλι
лес. πέρασμα; διάβαση
мед.-биол. δίαυλος μεταξύ μπάνκων; δίαυλος μεταξύ των συσσωρεύσεων άμμου; ελεύθερη δίοδος
мет. αρμός κοπής
окруж. πλωτή οδός; διάρρους; υδαταγωγός; υδατόρρευμα; πλωτή οδός/υδατόρρευμα/υδαταγωγός/διάρρους
пром., стр. χαραγή
пром., стр., мет. διώρυγα
рыб. αυλάκωση; γλυφή; εγκοπή; εντομή
с/х., пищ. σφάγιο
с/х., стр. τροφοδοτική διώρυγα
связь. κανάλι' κανάλι συχνοτήτων
связь., эл. δίαυλος
стр. κανάλι αποστράγγισης
трансп. αυλάκι; διάκενο διέλευσης των ονύχων των τροχών; αύλακα ελεύθερης διέλευσης των βελονών
фин., науч. δίαυλος τιμών
canales m
окруж. διώρυγα; δίαυλος; κανάλι; διώρυγα/κανάλι/δίαυλος
трансп., авиац., эл. όδευση
Canal m
комп., Майкр. Κανάλι
 Испанский тезаурус
canal m
ИТ. web feed
canal T: 3 фразы в 2 тематиках
Связь2
Электроника1