СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Испанский
Google | Forvo | +
Convenio
 convenio
общ. Σύμβαση
окруж. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
юр. διευθέτηση; διακανονισμός
| relativo
 relativo
мат. πηλίκο ή λόγος
al | examen medico de aptitud
 examen médico de aptitud
мед. ιατρική εξέταση ικανότητας για εργασία
| para
 para
мед. προς
| el
 Ello
мед. αυτό
| empleo
 empleos
бухг. χρήσεις
| de
 dé
землевед. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| los
 Ello
мед. αυτό
| menores
 menor
комп., Майкр. παιδί
| en
 en
ИТ. обр.дан. εν
| trabajos
 trabajos
марк. πωλήσεις υπηρεσιών
no | industria
 industria
окруж. βιομηχανία
- найдены отдельные слова

к фразам
convenio m
общ. Σύμβαση
окруж. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
юр. διευθέτηση; διακανονισμός
юр., труд.прав. συμφωνία; σύμφωνο
Convenio relativo al examen medico de aptitud para el empleo de los menores en trabajos no: 1 фраза в 1 тематике
Обществоведение1