СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Немецкий
Google | Forvo | +
к фразам
aktivieren прил.
бизн., орг.пр., бухг. εμφανίζω εγγράφω στο ενεργητικό; εμφάνιση εγγραφή στο ενεργητικό
бухг. εγγράφω στο ενεργητικό; καταχωρώ στο ενεργητικό
землевед. ενεργοποιώ
мед. ενεργοποιώ ενεργοποίησα
aktivieren: 4 фразы в 4 тематиках
Информационные технологии1
Майкрософт1
Металлургия1
Связь1