СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Немецкий
Google | Forvo | +
Muttergestein n
горн. χώμα μεταλλεύματος; άγονο; γαιώδεις προσμίξεις; σύνδρομα ορυκτά; στείρο
землевед., с/х. μητρικό πέτρωμα