penetration | |
естествозн. | βάθος διείσδυσης |
ИТ. обр.дан. | παρείσδυση |
мед. | διείσδυση; εισχώρηση; διαπεραστικότης; διείσδυσις; είσδυση |
мет. | διείσδυση στη ρίζα της ραφής |
ratio | |
мат. | πηλίκο ή λόγος |
| |||
βάθος διείσδυσης | |||
παρείσδυση | |||
διείσδυση; εισχώρηση; διαπεραστικότης; διείσδυσις; είσδυση | |||
διείσδυση στη ρίζα της ραφής | |||
βάθος έμπηξης πασσαλοσανίδων | |||
Английский тезаурус | |||
| |||
Form of offensive maneuver which seeks to break through the enemy set up. (FRA) | |||
pen | |||
P 1, P 2, P 3, P 4 | |||
pent | |||
| |||
P |
penetration: 152 фразы в 26 тематиках |