offer | |
общ. | προσφορά τιμής σε δημοπρασία; προθυμοποιούμαι; προσφέρω |
комп., Майкр. | προσφορά |
страх. | προσφορά |
validity | |
тех. | εγκυρότητα μιάς δοκιμασίας |
| |||
προσφορά τιμής σε δημοπρασία | |||
προσφορά (A set of information that describes the details of a subscription to Office 365) | |||
προσφορά | |||
πρόταση σύναψης σύμβασης; πρόταση κατάρτισης σύμβασης | |||
| |||
προθυμοποιούμαι; προσφέρω | |||
Английский тезаурус | |||
| |||
Organic Food And Farming Education And Research | |||
Office of Energy Regulation (MichaelBurov) | |||
Office of Electricity Regulation |
offer: 121 фраза в 19 тематиках |