СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Английский
Google | Forvo | +
mediography ['ɪni:dɪ'ɔgrəfɪ] сущ.
докум. κατάλογος ΜΜΕ; κατάλογος μέσων μαζικής ενημέρωσης; μεσογραφία