СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Английский
Google | Forvo | +
leading
 lead
землевед. γραφίτης
маш. βήμα ελικοειδούς γραμμής
мед. μόλυβδος
пром. стр. λουρί συγκράτησης
трансп. αγωγός; δίοδος
хим. Μόλυβδος; μόλυβδος
 leading
комп., Майкр. διάστιχο
мет. επιμολύβδωση
| technology
 technology
профс. Τεχvoλoγίας
- найдены отдельные слова

глагол | прилагательное | к фразам
lead [li:d] глаг.
общ. Πρόοδος φάσης
землевед. γραφίτης; βολίδασκαντάλιο; σχοινί βυθομέτρησης
маш. βήμα ελικοειδούς γραμμής; αρχική κοπτική περιοχή; βήμα ελίκωσης; βήμα
мед. μόλυβδος; απαγωγή ηλεκτροκαρδιογράφησης
мед.-биол. ελεύθερη δίοδος
науч., эл. προπορεία φάσης
пром., стр. λουρί συγκράτησης; λεπτή ράβδος; μύτη μολυβιού
с/х. προήγηση κοπτικού βραχίονα
связь. παρεμβάλλω χρονικό διάστημα; διάστιχο
тех., стр. απόστασις δύο υδροληψιών αρδεύσεως
трансп. αγωγός; δίοδος
хим. Μόλυβδος (plumbum); μόλυβδος (plumbum)
эл. ακροδέκτης; απαγωγή ηλεκτροκαρδιογραφήματος; οδηγός διανομής; ρύθμιση διανομής
leads глаг.
стр. οδηγοί εμπήξεως πασσάλων
трансп., стр. οδηγοί σφύρας
lead A heavy toxic bluish-white metallic element that is highly malleable; occurs principally as galena and is used in alloys, accumulators, cable sheaths, paints, and as a radiation shield, Pb глаг.
окруж. δίοδος
leading ['ledɪŋ] прил.
комп., Майкр. διάστιχο (The amount of space from the bottom of one line of text to the bottom of the next line)
мет. επιμολύβδωση
пром., стр., маш. διατομή
 Английский тезаурус
leading ['ledɪŋ] прил.
воен., сокр. ldg
сокр. leg (Vosoni)
leading technology: 2 фразы в 2 тематиках
Материаловедение1
Техника1