![]() |
| |||
απαγόρευση πτήσης; καθήλωση στο έδαφος | |||
| |||
βερνίκωμα; βερνίκωση; επίχριση | |||
προσάραξη | |||
ακινητοποίηση στο έδαφος; μη περαιτέρω εκτέλεση πτήσεων | |||
απαγόρευση απογείωσης | |||
σύνδεση με τη γή; γείωση | |||
| |||
έδαφος | |||
βάθος | |||
γαία; γη | |||
βάση; φόντο | |||
πέτρωμα | |||
έδαφος | |||
γείωση | |||
αγωγός γείωσης | |||
| |||
αιτιολογία; αιτιολογικό μέρος; σκεπτικό | |||
| |||
προσαράσσω | |||
γειώνω | |||
Английский тезаурус | |||
| |||
gd; grd; grnd | |||
grd. |
grounding: 1087 фраз в 47 тематиках |