![]() |
generic | |
общ. | γενική; γενικό; γενικός |
здрав. фарма. | γενόσημο |
мед. | γένιος; κοινή ονομασία φαρμάκου; αναφερόμενος στο γένος |
уст. фарма. | φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας |
фарма. | γενόσημο φάρμακο; ουσιωδώς όμοιο φάρμακο |
technology | |
профс. | Τεχvoλoγίας |
| |||
γενική; γενικό; γενικός | |||
γενόσημο | |||
γένιος; κοινή ονομασία φαρμάκου; αναφερόμενος στο γένος | |||
φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας | |||
γενόσημο φάρμακο; ουσιωδώς όμοιο φάρμακο | |||
| |||
γενικοί τύποι (A feature of the common language runtime, conceptually similar to C++ templates, that allows classes, structures, interfaces, and methods to have placeholders (generic type parameters) for the data types they store and manipulate. Generic types are a form of parameterized types) | |||
Английский тезаурус | |||
| |||
gen | |||
generic drug (4uzhoj) | |||
| |||
G |