focus | |
общ. | εστιάζω |
focusing | |
землевед. пром. стр. | ρύθμιση |
мед. | εστίαση |
logistics | |
общ. | επιμελητεία |
трансп. | λογιστική υπηρεσία; διαχείριση διακίνησης εμπορευμάτων; διαχειριστική υποστήριξη; διοικητική μέριμνα; εφοδιαστική |
| |||
ρύθμιση | |||
εστίαση | |||
διευκρίνησις ή νετάρισμα αντικειμένου | |||
| |||
εστιάζω |
focused: 44 фразы в 13 тематиках |