| |||
ηλεκτρολόγος εγκαταστάσεως κτιρίων; ηλεκτρολόγος οχημάτων; ηλεκτρολόγος θεάτρου,κινηματογράφου κ.λ.π.; ηλεκτρολόγος σημάτων και φωτισμού νέον | |||
Английский тезаурус | |||
| |||
The person or grip in charge of and familiar with the electrical equipment on the set. | |||
electrn (Vosoni) | |||
elec; elecn |
electrician: 3 фразы в 2 тематиках |
Транспорт | 1 |
Трудовое право | 2 |