СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Английский
Google | Forvo | +
к фразам
diffusivity [dɪfju:'sɪvɪtɪ] сущ.
общ. ικανότης διαχύσεως
естествозн. βαθμός διάχυσης πεδίου
мед. συντελεστής διάχυσης; ικανότητα διάχυσης
хим. διαχυτότητα
хим., эл. συντελεστής διαχύσεως; σταθερά διάχυσης
diffusivity: 15 фраз в 2 тематиках
Землеведение5
Электроника10