СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Английский
Google | Forvo | +
- найдены отдельные слова

существительное | глагол | к фразам
channel ['ʧænl] сущ.
атом.эн. κανάλι πυρηνικού καυσίμου
землевед. κανάλι πυρηνικής αντιδράσεως
землевед., маш. στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι
ИТ. διόδευση
комп., Майкр. κανάλι (A path through which information passes between two computers or devices. It can refer to the physical medium (such as wires) or to a set of properties that distinguishes one channel from another)
мед. κανάλι; κανάλι μεμβράνης; πόρος μεμβράνης
пром. δίαυλος
пром., стр. αυλάκι στη σόλα; λούκι στη σόλα
пром., стр., мет. αρχή καναλιού
с/х. εγχάραγμα; αυλάκωση; ράβδωση; αγωγός κοπριάς
связь. κανάλι' κανάλι μετάδοσης; κανάλι' κανάλι συχνοτήτων; δίαυλος,διόδευση
связь., стр. σωλήνωση' σήραγγα' αγωγός
связь., тех. κανάλι' δίαυλος' διόδευση
стр. πλακίδια υπονόμων αγωγών; ρείθρο
трансп. διώρυγα
трансп., пром., стр. θαλάσσια διώρυγα
трансп., стр. απόβαθρο σιδηροδρομικών γραμμών
фин., науч. δίαυλος τιμών
Channel ['ʧænl] сущ.
комп., Майкр. Κανάλι (A drop-down list on the Campaign Activity form from which users can select the method of distribution for a campaign activity. Values include Phone, Appointment, Letter, Letter via Mail Merge)
to channel ['ʧænl] сущ.
трансп., пром., стр. αυλακώνω
channeling ['tʃænlɪŋ] глаг.
пром., стр. αυλάκωση
трансп., мет. δημιουργία ανεπιθύμητων διόδων μέσα από το φορτίο της υψικαμίνου
хим., эл. διαύλωση
эл. διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού
 Английский тезаурус
channel ['ʧænl] сущ.
авиац., Канада. A single means of direct fixed-service communication between two points
воен., сокр. chnl
сокр. chan
сокр., авто. CHNL/chnl
сокр., стр. c.
Channel ['ʧænl] сущ.
геогр. la Manche (the Channel MichaelBurov)
channel address: 1 фраза в 1 тематике
Электроника1