СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Английский
Google | Forvo | +
- найдены отдельные слова

к фразам
actuator ['ækʧueɪtə] сущ.
ИТ. μηχανισμός τοποθέτησης
маш. κινητήρας ελέγχου; κινητήριος γρύλος συστήματος ελέγχου
трансп., маш. ηλεκτροκινητήρας κατευθύνσεως ηλεκτρικών κυκλωμάτων
эл. μετατροπέας σήματος; ενεργοποιητής
actuator drive: 1 фраза в 1 тематике
Машиностроение1