СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Английский
Google | Forvo | +
- найдены отдельные слова

существительное | глагол | к фразам
bank [bæŋk] сущ.
общ. δέσμη; ομάς; κυλινδρική θήκη ελαστικού
землевед., эл. συστοιχία
комп., Майкр. τράπεζα (A business that keeps money for individual people or companies, exchanges currencies, makes loans, and offers other financial services)
окруж. ανάχωμα; πρανές; όχθη
с/х. ράχη
связь., трансп. εγκάρσια κλίση
трансп., авиац. Περιστροφή
фин., ИТ. τραπεζικός οργανισμός
эк. τράπεζα
эк., фин. τραπεζικός οργανισμός; τράπεζα
эл. τράπεζα επαφών; ομάδα ηλεκτρονόμων
юр., полезн.иск. μπάγκος
bank The sloping side of any hollow in the ground, especially when bordering a river; land сущ.
окруж. όχθη; ανάχωμα; πρανές
banks [bæŋks] сущ.
бухг. τράπεζες
мет., эл. πλευρικό τοίχωμα
to bank сущ.
трансп. κλίνω προς
banking ['bæŋkɪŋ] глаг.
ИТ., стр. διαμόρφωση πρανών
окруж. υπερύψωση/διαμόρφωση πρανών/τραπεζικό σύστημα
рыб., полит. μέτρο αποταμίευσης της ποσόστωσης
связь., трансп. είσοδος σε κλίση; η κλίση
трансп. υπερύψωση γραμμής; υπερύψωση εξωτερικής σιδηροτροχιάς; υπερύψωση; υποβοηθούμενη κίνηση
трансп., авиац. κίνηση περί το διαμήκη άξονα
трансп., эл. πορεία με ώθηση
фин. τράπεζες; τραπεζικό σύστημα
banking Transactional business between any bank, an institution for safeguarding, exchanging, receiving and lending money, and that bank's clients or customers глаг.
окруж. τραπεζικό σύστημα
 Английский тезаурус
bank [bæŋk] сокр.
сокр. bk
Bank [bæŋk] сокр.
сокр., землевед. Bangkok
BANK [bæŋk] сокр.
сокр. Banks Asses Need Kicking
Bank of International: 4 фразы в 1 тематике
Финансы4