СловариФорумКупитьСкачатьКонтакты

   Датский
Google | Forvo | +
stikprøveusikkerhed сущ.
мат. δειγματοληπτικό σφάλμα
стат. κλάσμα δειγματοληψίας; δειγματοληπτικό σφάλμα