SłownikiForumKontakt

   Włoski
Google | Forvo | +
ceduo a turno breve
leśn., przem. δενδρύλλια περιοδικής υλοτόμησης; πρεμνοφυή δάση βραχυχρόνιας αμειψισποράς; συστάδα σύντομης εναλλαγής