SłownikiForumKontakt

   Portugalski Grecki
Google | Forvo | +
- znaleziono osobne słowa

rzeczownik | czasownik | do fraz
mistura rzecz.
posp. αναλογία αέρα προς καύσιμο; αναλογία αέρος / καυσίμων; ποσοστό αέρος / καυσίμων; σχέση αέρος / καυσίμων
chem. μίγμα; μείγμα; παρασκεύασμα
elektron. μίξη
inżyn. προσαρμογή; ρύθμιση εφαρμογής
komun. μίξη ακουστικών σημάτων; μίξη σημάτων βίντεο
ochr.środ. μείξη; ανάμειξη/μείξη; ανάμειξη/μ(είξη)
przem., bud. ανάμιξη βαμβακιού; πρόσμιξη βαμβακιού; παρτίδα; προετοιμασία; σύνθεση
węg., chem. ανάμιξη
węg., hutn. συλλιπάσματα; ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων
misturar czas.
hutn. αναμιγνύω
inżyn. να αλεσθεί; να κονιοποιηθεί
ochr.środ. ανάμειξη/μ(είξη); ανάμειξη/μείξη
mistura de oleos e gorduras da separacao oleos: 1 do fraz, 1 tematyki
Ochrona środowiska1