Niemiecki |
Angielski |
Sensor | |
posp. | όργανο αντιλήψεως |
inżyn. | συσκευή επεξεργασίας |
med. | αισθητήρας |
micr. | Μέθοδος αισθητήρα |
ochr.środ. | ανιχνευτής; αισθητήριο; αισθητήριο |
technol. | αισθητήριος ανιχνευτής |
Interface | |
komun. technol. | διεπαφή |
komun. technol. elektron. | διασύνδεση; διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
nauka o z. inżyn. | μετατροπέας πληροφοριών; πληροφορικός μετατροπέας |
| |||
όργανο αντιλήψεως; αισθητήριο όργανο | |||
συσκευή επεξεργασίας | |||
αισθητήρας m | |||
Μέθοδος αισθητήρα | |||
ανιχνευτής m; αισθητήριο n; αισθητήριο όργανο | |||
αισθητήριος ανιχνευτής | |||
αισθητήρας θερμοκρασίας; ανιχνευτής θερμοκρασίας; κεφαλή ανίχνευσης της θερμοκρασίας | |||
Niemiecki tezaurus | |||
| |||
Als Sensor werden v.a. miniaturisierte, mit integrierter elektronischer Verstärker-Schal-tung versehene Aufnehmer bezeichnet. | |||
| |||
Als Sensor werden v.a. miniaturisierte, mit integrierter elektronischer Verstärker-Schaltung versehene Aufnehmer bezeichnet |
sensor : 63 do fraz, 14 tematyki |