Programmierschnittstelle | |
technol. | διασύνδεση προγραμματισμού εφαρμογών |
Interface | |
komun. technol. | διεπαφή |
komun. technol. elektron. | διασύνδεση; διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
nauka o z. inżyn. | μετατροπέας πληροφοριών; πληροφορικός μετατροπέας |
| |||
διασύνδεση προγραμματισμού εφαρμογών | |||
Niemiecki tezaurus | |||
| |||
API (Andrey Truhachev) |