SłownikiForumKontakt

   Niemiecki
Google | Forvo | +
do fraz
Bargeld n n -(e)s
finans. παραστατικό χρήμα; χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης; ακάλυπτο χρήμα; νομίσματα; πιστωτικό χρήμα; χαρτονόμισμα
handel., finans., ekon. ρευστό' χρήμα
księg. μετρητά
Bargeld: 9 do fraz, 4 tematyki
Ekonomia1
Finanse4
Księgowość1
Pospolicie3