|
czas.
| |
|
posp. |
μοίρα |
bud. |
γωνιά; κανόνας |
inżyn. |
εργαλείο ορθογώνισης; ορθογωνιόμετρο |
nauk. |
ορθογώνιο |
przem., bud., inżyn. |
οδηγός ρυθμίσεως; τράπεζα εργασίας |
transp. |
προσάρτημα στήριξης; γωνία; γωνία από διέλαση |
|
escuadrado czas.
| |
|
roln., przem., bud. |
τετραγωνισμένον κορμοτεμάχιον |
techn., przem., bud. |
ορθογωνισμός |
transp. |
ξεφάρδισμα; τετραγώνισμα; γώνιασμα; ευθυγράμμιση |
|
escuadrar czas.
| |
|
roln., przem., bud. |
τετραγωνίζω |
|
escuadre czas.
| |
|
techn., przem., bud. |
ορθογωνισμός |