SłownikiForumKontakt

   Baskijski
Google | Forvo | +
autobalio form.
mat. λανθάνουσα ρίζα διάνυσμα
stat. χαρακτηριστική ρίζα; ιδιοτιμή; λανθάνουσα ρίζα (διάνυσμα)