combination | |
bizn. organ. księg. | συγχώνευση |
finans. | συνδυασμός |
przem. bud. | συνδυασμός νημάτων στην πλοκή για την δημιουργία ανοιγμάτων |
stat. nauk. | δεσμός; σύνδεση |
transp. | συνδυασμός τιμολογίων |
gravity | |
med. | βαρύτητα; βαρυτική δύναμη |
| |||
συγχώνευση | |||
συνδυασμός | |||
συνδυασμός νημάτων στην πλοκή για την δημιουργία ανοιγμάτων | |||
δεσμός; σύνδεση | |||
συνδυασμός τιμολογίων | |||
διασύνδεση | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
strangle | |||
Method enabling a signaller to get a third circuit called "ghost circuit" from two existing telephone circuits. (FRA) |
combination gravity: 1 do fraz, 1 tematyki |
Transport | 1 |