SłownikiForumKontakt

   Estoński
Google | Forvo | +
amortisaator form.
transp., inżyn. αμορτισέρ; αποσβεστήρας; αποσβεστήρας κραδασμών; αποσβεστήρας κρούσεων; συσκευή απόσβεσης των κραδασμών