SłownikiForumKontakt

   Duński
Google | Forvo | +
stripledning rzecz.
elektron. τεχνική stripline; γραμμή μεταφοράς με αγωγό περιβαλλόμενο από διηλεκτρικό και μεταλλική μεμβράνη; ταινιογραμμή