| |||
κορμός δέντρου | |||
ζεύκτης | |||
ζεύξη | |||
στέλεχος | |||
προβοσκίδα; κορμός (truncus); στέλεχος (truncus) | |||
χοάνη σίφωνα; προβοσκίδα σίφωνα | |||
μπαούλο | |||
κατακόρυφη δίοδος διαφυγής; φρεάτιο προσπέλασης καταστρωμάτων; κορμός | |||
Κορμός | |||
γραμμή | |||
χώρος αποσκευών; κορμός δένδρου; κιβώτιο | |||
Angielski tezaurus | |||
| |||
trk |
trunk: 364 do fraz, 14 tematyki |