thermal | |
posp. | θερμική; θερμικό |
advanced gas-cooled reactor | |
elektron. | προηγμένος αεριόψυκτος αντιδρατήρας |
fiz.jądr. | αερόψυκτος αντιδραστήρας προηγμένης τεχνολογίας; αντιδραστήρας αερίου ψύξεως; προηγμένος αεριόψυκτος αντιδραστήρας |
exploit | |
posp. | εκμεταλλεύομαι |
thorium | |
med. | θόριο |
| |||
θερμική; θερμικό | |||
θερμικός |
thermal: 571 do fraz, 35 tematyki |