signal processing | |
technol. | επεξεργασία σημάτων |
technol. przetw. | επεξεργασία σήματος |
controller | |
inżyn. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
komun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
micr. | ελεγκτής |
nauka o z. inżyn. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
roln. | χειριστήριο |
| |||
επεξεργασία σημάτων | |||
επεξεργασία σήματος | |||
| |||
επεξεργασία σηματοδοσίας |
signal processing : 2 do fraz, 1 tematyki |
Technologia informacyjna | 2 |